-
1 падение
падениес1. ἡ πτὠση [-ις], τό πέσιμο·2. (температуры, цен и т. п.) ἡ πτώση[-ις]·3. (крепости, власти) ἡ πτώση, ἡ κατάρρευση [-ις]:\падение крепости ἡ πτώση τσῦ φρουρίου· \падение самодержавия ἡ ἀνατροπή τής μοναρχίας· \падение кабинета ἡ πτώση τής κυβερνήσεως·4. (моральное) ἡ κατάπτωση [-ις]. -
2 падение
падение с 1) прям., перен.η πτώση· η κατάπτωση (тк.перен.У \падение правительства η πτώση της κυβέρνησης 2) (понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα 3) упадок η έκπτωση, η ελάττωση* * *с1) прям., перен. η πτώση; η κατάπτωση (тк. перен.)паде́ние прави́тельства — η πτώση της κυβέρνησης
2) ( понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα3) ( упадок) η έκπτωση, η ελάττωση -
3 πτώση
[-ώσις (-εως)] η1) падение (тж. перен.); снижение, понижение; спад;πτώση των φύλλων — опадание листьев;
πτώση της κυβέρνησης — падение правительства;
πτώση των τιμών — падение, снижение цен;
πτώση της θερμοκρασίας — понижение температуры;
πτώση του ενδιαφέροντος — уменьшение, спад интереса;
2) мед. опущение (желудка и т. п.);3) падение, сдача (крепости, города); 4) грам, падеж;ονομαστική πτώση — именительный падеж;
γενική πτώση — родительный падеж;
δοτική πτώση — дательный падеж;
αιτιατική πτώση — винительный падеж;
κλητική πτώση — звательный падеж
-
4 падение
-я ουδ.1. πτώση, πέσιμο•падение снаряда πτώση του βλήματος•
падение барометра πτώση του βαρόμετρου.
2. άλωση, κατάληψη - Константинополя η πτώση της Κωνσταντινούπόλης.3. μείωση, ελάττωση•падение цен πτώση των τιμών.
4. ξεπεσμός, κατάπτωση•моральное падение ηθική κατάπτωση.
|| απώλεια αγνότητας, σεμνότητας. -
5 падение
1. (опускание, уменьшение, ослабевание, понижение) η πτώσηсвободное - тела физ. ελεύθερη - (ενός) σώματοςсезонное - эк. εποχι(α)κή -- температуры тех. - της θερμοκρασίας2. (уклон, наклон) η κατηφοριά 3. (на поверхность луча света или другого излучения) η πρόσπτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > падение
-
6 производительность
1. (интенсивность труда) η παραγωγικότητα 2. (объём производства) η παραγωγ/ή 3. (потенциал, возможности) η απόδοση, η ικανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > производительность
-
7 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
8 спрос
η ζήτησ/ηпользоваться малым - ом έχω μικρή/ελάχιστη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спрос
-
9 министерство
-а ουδ.1. υπουργείο•министерство финансов υπουργείο οικονομικών•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών υποθέσεων•
иностранных дел υπουργείο των εξωτερικών υποθέσεων•
министерство юстиции υπουργείο δικαιοσύνης.
2. η κυβέρνηση, οι υπουργοί•смена -а αλλαγή κυβέρνησης•
падение -а πτώση της κυβέρνησης.
3. η υπουργία, το υπουργιλίκι. -
10 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
11 перепад
1. (разница, разность) η διαφορά 2. (падение величины) η πτώσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перепад